Μέτρα Ελάφρυνσης και Δημοσιονομικό Πλεόνασμα στην Ελλάδα
Την Τρίτη ανακοινώθηκαν νέα μέτρα ελάφρυνσης των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, έπειτα από την επιβεβαίωση ότι επετεύχθη δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους 4,8% του ΑΕΠ για το 2024, ήτοι 11,4 δισ. ευρώ. Αυτό το ποσό είναι σχεδόν διπλάσιο από τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού, οι οποίες ανέρχονται σε 5 δισ. ευρώ ή περίπου 2,5% του ΑΕΠ. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η αύξηση των κρατικών εισπράξεων δεν προήλθε από υπερφορολόγηση, γεγονός που αντικρούει τις εσφαλμένες εντυπώσεις που μπορεί να έχουν κάποιοι. Ωστόσο, ούτε η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τουλάχιστον στο βαθμό που υποστηρίζει η Καραγιώργη Σερβίας, δεν είναι ο κύριος παράγοντας. Μια σημαντική μερίδα των αυξημένων κρατικών εσόδων οφείλεται στην υπεραπόδοση έμμεσων φόρων, όπως ο ΦΠΑ, κυρίως λόγω των υψηλών τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης και τα ενοίκια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την τοποθέτηση των Ελλήνων στην προτελευταία θέση της Ευρώπης όσον αφορά την αγοραστική τους δύναμη, γεγονός που πλήττει τις αποταμιεύσεις και τις μικρές ιδιωτικές επενδύσεις.
Το υπερπλεόνασμα που σημειώθηκε προκάλεσε έντονη αντιπαράθεση σχετικά με την αξιοποίηση αυτών των διαθέσιμων πόρων. Κάποιοι, κυρίως κόμματα της Αριστεράς, κατακρίνουν την κυβέρνηση για την περιορισμένη φύση των κοινωνικών παροχών που ανακοίνωσε, ενώ άλλοι ζητούν μεγαλύτερες περικοπές φόρων και προπληρωμές χρεών. Ορισμένοι προτιμούν αυξημένες μεταβιβάσεις για επενδύσεις και έρευνα. Από πολιτική σκοπιά, οι άμεσες παροχές στους πολίτες φαίνονται ως η ιδανική λύση, αφού ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και διευκολύνουν τις επιχειρήσεις.
Ωστόσο, υπό μια πιο τεχνοκρατική προσέγγιση, η άμεση μείωση του δημόσιου χρέους παρουσιάζεται ως προτεραιότητα. Συγκεκριμένα, η μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και η δυνατότητα για νέα πλεονάσματα κρίνεται απαραίτητη, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενδέχεται να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια. Οι νεοφιλελεύθεροι προτάσσουν τη μείωση φόρων, προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και να ενισχυθεί η κεφαλαιακή ελευθερία, ενώ οι εκσυγχρονιστές τονίζουν τη σημασία των επενδύσεων για το μέλλον της οικονομίας. Είναι προφανές ότι η κατάσταση απαιτεί μια πιο ισχυρή ανάπτυξη από ό,τι οι απλές προτάσεις υποδεικνύουν.
Οι δύο αυτές προσεγγίσεις αναδεικνύουν τη διαφορά μεταξύ της μακροοικονομικής και της μικροοικονομικής οπτικής. Ενώ η μακροοικονομική προσέγγιση εστιάζει στη συστηματική δημοσιονομική υπευθυνότητα και στην τόνωση των οικονομικών προοπτικών, η μικροοικονομική εστιάζει στην επιβίωση των επιχειρήσεων και την ανακούφιση των χαμηλών στρωμάτων. Υπό αυτή την έννοια, η μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ πρέπει να παραμείνει σημαντικός στόχος, όχι μόνο μέσω πρόωρων εξόφλησεων δανείων αλλά και μέσω της ενίσχυσης της κατανάλωσης.
Η εποχή των μνημονίων επέβαλε αυστηρή πειθαρχία στη διαχείριση των κρατικών πόρων, με αποτέλεσμα χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να βρεθούν στη θέση της ελάχιστης ρευστότητας. Το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό εγκατέλειψε τη χώρα, και το οικοσύστημα που θα μπορούσε να στηρίξει την αναπτυξιακή διαδικασία συρρικνώθηκε σημαντικά. Αν και η παλαιά δημοσιονομική πολιτική οδήγησε την Ελλάδα σε οικονομική κρίση, η σημερινή επιμονή στη δημιουργία συνεχών πλεονασμάτων δεν εγγυάται την ευημερία.
Είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι οι κοινωνικές παροχές συνεισφέρουν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων λόγω της άμεσης επαναδιάθεσής τους στην αγορά. Τα ανακοινωθέντα μέτρα μένουν πίσω από τις ανάγκες, καθώς φτάνουν το 1,1 δισ. ευρώ, με άλλα 4 δισ. ευρώ που σχεδιάζονται να διανεμηθούν μέσω επόμενων πακέτων. Ωστόσο, η μείωση των άμεσων φόρων δεν θα ωφελήσει τη μερίδα των πολιτών με εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα. Παραμένει η ερώτηση, τι θα συμβεί με τους έμμεσους φόρους: αν αυτοί μειωθούν, θα ωφεληθεί η κατανάλωση; Σαφώς, υπό ιδανικές συνθήκες. Ωστόσο, είναι σημαντικό να παραδεχτούμε ότι η πλειονότητα αυτής της μείωσης πιθανόν να καταλήξει στους μεγάλους του κλάδου.
Σε μια προσπάθεια μακροχρόνιας ενίσχυσης της εθνικής οικονομίας, έχει ανακοινωθεί τοποθέτηση 500 εκατομμυρίων ευρώ στο εθνικό πρόγραμμα επενδύσεων. Ωστόσο, αυτή η στήριξη δεν εγγυάται μακροπρόθεσμα κέρδη αν δεν υπάρξει στρατηγικός σχεδιασμός. Η οικονομία δεν μπορεί να επωφεληθεί από ακριβούς αυτοκινητόδρομους αν δεν υπάρχουν σχετικές βιομηχανικές μονάδες κοντά τους, και το ίδιο ισχύει και για τις διάφορες υποδομές που στερούνται πολυπληθούς πληθυσμού για να τις υποστηρίξουν. Απαιτείται μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική που θα συνδυάζει τη γενναιοδωρία με τη σύνεση, και αυτό φαίνεται να επιδιώκει η κυβέρνηση.
Η Επίδραση του Προγράμματος «Σπίτι μου 2»
Προ ημερών συμπληρώθηκαν 15 χρόνια από το Καστελόριζο, και εύλογα ανακύπτουν ερωτήματα σχετικά με τα διδάγματα που έχουμε αποκομίσει από αυτήν την κρίσιμη περίοδο. Παρά την πρόοδο σε διάφορους τομείς, η ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας παραμένει σε χαμηλά επίπεδα λόγω στρεβλώσεων, ενώ ο εγχώριος πληθωρισμός εξακολουθεί να πλήττει πολλά νοικοκυριά. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει μαγική συνταγή για την έξοδο από το τούνελ. Η πορεία είναι δύσκολη και απαιτεί προσοχή και ρεαλισμό.
Σχετικά με το νέο πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», έχει δημιουργηθεί μία ευρύτερη συζήτηση γύρω από τη δυνατότητα επηρεασμού της κτηματαγοράς υπέρ των ιδιοκτητών και εις βάρος των νέων ζευγαριών. Κάποιες φωνές εκφράζουν ανησυχίες για τις επιπτώσεις των επιδοτήσεων αγοράς και επιστροφής ενοικίων. Παρόλο που οι φόβοι είναι κατανοητοί, προσωπικά πιστεύω ότι οι πιθανές αυξήσεις στα ακίνητα θα είναι περιορισμένες και ότι οι υπερβολικές απαιτήσεις των ιδιοκτητών ενδέχεται να κρατήσουν πολλά ακίνητα ανεκμετάλλευτα, διότι οι τιμές για την αγορά στέγης είναι ήδη φανερά αυξημένες.